σπείρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπείρα | οι | σπείρες |
γενική | της | σπείρας | των | σπειρών |
αιτιατική | τη | σπείρα | τις | σπείρες |
κλητική | σπείρα | σπείρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπείρα < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σπείρα θηλυκό
- καμπύλη που γράφει ένα σημείο ενώ περιστρέφεται και απομακρύνεται, προς μία κατεύθυνση, από κάποιο σταθερό σημείο
- μία πλήρης περιστροφή αυτής της καμπύλης
- ※ αυτή η βίδα έχει μόνο δέκα σπείρες
- ομάδα παρανόμων, συμμορία
- ※ συνελήφθη ο αρχηγός της σπείρας λαθρεμπόρων
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καμπύλη
σπείρα
→ δείτε τη λέξη συμμορία |