Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coil coils

coil (en)

  1. (ηλεκτρισμός) το πηνίο
  2. η σπείρα, η κουλούρα
    ⮡  a coil of wire - μια κουλούρα σύρμα
  3. το ελατήριο
    ⮡  the coil of a watch - το ελατήριο ενός ρολογιού
     συνώνυμα: spring
ενεστώτας coil
γ΄ ενικό ενεστώτα coils
αόριστος coiled
παθητική μετοχή coiled
ενεργητική μετοχή coiling

coil (en)

  • κουλουριάζω
    ⮡  He coiled the rope around the tree.
    Κουλούριασε την τριχιά στο δέντρο.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 471. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κουλούρα, κουλουριάζω