ελατήριο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελατήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλατήριον (που διώχνει, καθαρτικό). Η έννοια ως εξάρτημα, είτε από το ἐλατός (< ἐλαύνω) [1] είτε μέσω της αγγλικής λέξης spring[2] ή άλλων ξένων όρων [3]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.laˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λα‐τή‐ρι‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελατήριο ουδέτερο
- μεταλλικό εξάρτημα που έχει ελαστικότητα και τη δυνατότητα να συμπτύσσεται ή να επεκτείνεται όταν ασκούμε πίεση ενώ επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση όταν σταματήσουμε να ασκούμε πίεση
- κίνητρο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- πετάγομαι σαν ελατήριο
- τινάζομαι σαν ελατήριο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταλλικό εξάρτημα
|
κίνητρο
→ δείτε τη λέξη κίνητρο |
Επεξεργασία
- ↑ ελατήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.