Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.θaɾ.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θαρ‐τι‐κό

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθαρτικό τα καθαρτικά
      γενική του καθαρτικού των καθαρτικών
    αιτιατική το καθαρτικό τα καθαρτικά
     κλητική καθαρτικό καθαρτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καθαρτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καθαρτικός, εννοείται η λέξη φάρμακο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθαρτικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

καθαρτικό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθαρτικό