purge
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
purge (fr) θηλυκό
- το καθαρτικό, το καθάρσιο
- το άδειασμα
- η εκκαθάριση
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
purge (en)
- απομακρύνω, διώχνω, καθαρίζω
- ξεφορτώνομαι
- εκδιώχνω
- (μεταφορικά) σκοτώνω, καθαρίζω, φονεύω, εξοντώνω, εξολοθρεύω