laxatif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lak.sa.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | laxatif | laxatifs |
θηλυκό | laxative | laxatives |
laxatif (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
laxatif | laxatifs |
laxatif (fr) αρσενικό