καθαρτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαρτικός < αρχαία ελληνική καθαρτικός < καθαίρω
Επίθετο
επεξεργασίακαθαρτικός
- που καθαρίζει
- που εξαγνίζει, καθαρτήριος
- → δείτε τη λέξη καθαρτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθαρτικός
|