↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαρτικός η καθαρτική το καθαρτικό
      γενική του καθαρτικού της καθαρτικής του καθαρτικού
    αιτιατική τον καθαρτικό την καθαρτική το καθαρτικό
     κλητική καθαρτικέ καθαρτική καθαρτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαρτικοί οι καθαρτικές τα καθαρτικά
      γενική των καθαρτικών των καθαρτικών των καθαρτικών
    αιτιατική τους καθαρτικούς τις καθαρτικές τα καθαρτικά
     κλητική καθαρτικοί καθαρτικές καθαρτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαρτικός < αρχαία ελληνική καθαρτικός < καθαίρω

  Επίθετο

επεξεργασία

καθαρτικός

  1. που καθαρίζει
  2. που εξαγνίζει, καθαρτήριος
  3. → δείτε τη λέξη  καθαρτικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία