καθαρτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαθαρτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθαρτικό, ουδέτερο του καθαρτικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαθαρτικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθαρτικό