Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κένωση οι κενώσεις
      γενική της κένωσης* των κενώσεων
    αιτιατική την κένωση τις κενώσεις
     κλητική κένωση κενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κένωση < αρχαία ελληνική κένωσις < κενόω / κενῶ < κενός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κένωση θηλυκό

  1. άδειασμα
  2. αφόδευση
     συνώνυμα: αποπάτηση, χέσιμο

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία