κενώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κενώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κενώνω
- θα κενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κενώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κενώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κένωση