Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κενώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κενώνω
  2. θα κενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κενώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κενώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κένωση