κενώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κενώνω < μεσαιωνική ελληνική κενώνω αρχαία ελληνική κενόω / κενῶ
Ρήμα
επεξεργασίακενώνω (παθητική φωνή: κενώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κενώνω | κένωνα | θα κενώνω | να κενώνω | κενώνοντας | |
β' ενικ. | κενώνεις | κένωνες | θα κενώνεις | να κενώνεις | κένωνε | |
γ' ενικ. | κενώνει | κένωνε | θα κενώνει | να κενώνει | ||
α' πληθ. | κενώνουμε | κενώναμε | θα κενώνουμε | να κενώνουμε | ||
β' πληθ. | κενώνετε | κενώνατε | θα κενώνετε | να κενώνετε | κενώνετε | |
γ' πληθ. | κενώνουν(ε) | κένωναν κενώναν(ε) |
θα κενώνουν(ε) | να κενώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κένωσα | θα κενώσω | να κενώσω | κενώσει | ||
β' ενικ. | κένωσες | θα κενώσεις | να κενώσεις | κένωσε | ||
γ' ενικ. | κένωσε | θα κενώσει | να κενώσει | |||
α' πληθ. | κενώσαμε | θα κενώσουμε | να κενώσουμε | |||
β' πληθ. | κενώσατε | θα κενώσετε | να κενώσετε | κενώστε | ||
γ' πληθ. | κένωσαν κενώσαν(ε) |
θα κενώσουν(ε) | να κενώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κενώσει | είχα κενώσει | θα έχω κενώσει | να έχω κενώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κενώσει | είχες κενώσει | θα έχεις κενώσει | να έχεις κενώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κενώσει | είχε κενώσει | θα έχει κενώσει | να έχει κενώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κενώσει | είχαμε κενώσει | θα έχουμε κενώσει | να έχουμε κενώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κενώσει | είχατε κενώσει | θα έχετε κενώσει | να έχετε κενώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κενώσει | είχαν κενώσει | θα έχουν κενώσει | να έχουν κενώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κενώνω
|