Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενώνω < μεσαιωνική ελληνική κενώνω αρχαία ελληνική κενόω / κενῶ

  Ρήμα επεξεργασία

κενώνω (παθητική φωνή: κενώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία