Δείτε επίσης: κενώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκενώνω < αρχαία ελληνική ἐκκενόω / ἐκκενῶ < κενόω / κενῶ < κενός < κενϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱen-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ceˈno.no/

εκκενώνω (παθητική φωνή: εκκενώνομαι)

  1. (λόγιο) αδειάζω κάποιο χώρο απ’ το περιεχόμενό του, τον κάνω κενό
  2. απομακρύνω κάποια άτομα από έναν χώρο (για στρατιωτικούς ή άλλους λόγους)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία