εκκενωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκενωτής αρσενικό (θηλυκό: εκκενώτρια)
- αυτός που εκκενώνει (π.χ. βόθρους)
- όργανο που συμβάλλει στην εκκένωση ηλεκτρικού συμπυκνωτών
Συγγενικά επεξεργασία
- εκκενωτικό
- εκκενωτικός
- → δείτε τις λέξεις εκκενώνω και κενός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκενωτής
|