εκκενώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκκενώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκκενώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκενώνομαι | εκκενωνόμουν(α) | θα εκκενώνομαι | να εκκενώνομαι | ||
β' ενικ. | εκκενώνεσαι | εκκενωνόσουν(α) | θα εκκενώνεσαι | να εκκενώνεσαι | (εκκενώνου) | |
γ' ενικ. | εκκενώνεται | εκκενωνόταν(ε) | θα εκκενώνεται | να εκκενώνεται | ||
α' πληθ. | εκκενωνόμαστε | εκκενωνόμαστε εκκενωνόμασταν |
θα εκκενωνόμαστε | να εκκενωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκκενώνεστε | εκκενωνόσαστε εκκενωνόσασταν |
θα εκκενώνεστε | να εκκενώνεστε | (εκκενώνεστε) | |
γ' πληθ. | εκκενώνονται | εκκενώνονταν εκκενωνόντουσαν |
θα εκκενώνονται | να εκκενώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκενώθηκα | θα εκκενωθώ | να εκκενωθώ | εκκενωθεί | ||
β' ενικ. | εκκενώθηκες | θα εκκενωθείς | να εκκενωθείς | εκκενώσου | ||
γ' ενικ. | εκκενώθηκε | θα εκκενωθεί | να εκκενωθεί | |||
α' πληθ. | εκκενωθήκαμε | θα εκκενωθούμε | να εκκενωθούμε | |||
β' πληθ. | εκκενωθήκατε | θα εκκενωθείτε | να εκκενωθείτε | εκκενωθείτε | ||
γ' πληθ. | εκκενώθηκαν εκκενωθήκαν(ε) |
θα εκκενωθούν(ε) | να εκκενωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκκενωθεί | είχα εκκενωθεί | θα έχω εκκενωθεί | να έχω εκκενωθεί | εκκενωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκκενωθεί | είχες εκκενωθεί | θα έχεις εκκενωθεί | να έχεις εκκενωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκκενωθεί | είχε εκκενωθεί | θα έχει εκκενωθεί | να έχει εκκενωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκενωθεί | είχαμε εκκενωθεί | θα έχουμε εκκενωθεί | να έχουμε εκκενωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκκενωθεί | είχατε εκκενωθεί | θα έχετε εκκενωθεί | να έχετε εκκενωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκενωθεί | είχαν εκκενωθεί | θα έχουν εκκενωθεί | να έχουν εκκενωθεί |