Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκενωμένος η εκκενωμένη το εκκενωμένο
      γενική του εκκενωμένου της εκκενωμένης του εκκενωμένου
    αιτιατική τον εκκενωμένο την εκκενωμένη το εκκενωμένο
     κλητική εκκενωμένε εκκενωμένη εκκενωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκενωμένοι οι εκκενωμένες τα εκκενωμένα
      γενική των εκκενωμένων των εκκενωμένων των εκκενωμένων
    αιτιατική τους εκκενωμένους τις εκκενωμένες τα εκκενωμένα
     κλητική εκκενωμένοι εκκενωμένες εκκενωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκενωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκκενώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εκκενωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία