Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκενωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκκενωμέν
ος
η
εκκενωμέν
η
το
εκκενωμέν
ο
γενική
του
εκκενωμέν
ου
της
εκκενωμέν
ης
του
εκκενωμέν
ου
αιτιατική
τον
εκκενωμέν
ο
την
εκκενωμέν
η
το
εκκενωμέν
ο
κλητική
εκκενωμέν
ε
εκκενωμέν
η
εκκενωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκκενωμέν
οι
οι
εκκενωμέν
ες
τα
εκκενωμέν
α
γενική
των
εκκενωμέν
ων
των
εκκενωμέν
ων
των
εκκενωμέν
ων
αιτιατική
τους
εκκενωμέν
ους
τις
εκκενωμέν
ες
τα
εκκενωμέν
α
κλητική
εκκενωμέν
οι
εκκενωμέν
ες
εκκενωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκενωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκκενώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εκκενωμένος, -η, -ο
που έχει
εκκενωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκενωμένος