empty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | empty |
συγκριτικός | emptier |
υπερθετικός | emptiest |
empty (en)
- άδειος, αδειανός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαempty (en)
- (θεωρία συνόλων) το κενό σύνολο
- δείτε επίσης: empty set στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | empty |
γ΄ ενικό ενεστώτα | empties |
αόριστος | emptied |
παθητική μετοχή | emptied |
ενεργητική μετοχή | emptying |
empty (en)
- (μεταβατικό) αδειάζω, αφαιρώ από κάτι όλο το περιεχόμενό του
- (αμετάβατο) αδειάζω, γίνομαι άδειος
- (μεταβατικό) αδειάζω, μεταφέρω το περιεχόμενο ενός σκεύους σε κάποιο άλλο ή κάπου αλλού
- ⮡ I emptied the food onto the plates.
- Άδειασα το φαγητό στα πιάτα.
- ⮡ I emptied the wine into the glasses.
- Άδειασα το κρασί στα ποτήρια.
- ⮡ I emptied the food onto the plates.