ενεστώτας clear out
γ΄ ενικό ενεστώτα clears out
αόριστος cleared out
παθητική μετοχή cleared out
ενεργητική μετοχή clearing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
clear out < → δείτε τις λέξεις clear και out

clear out (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) τρέχω γρήγορα, δραπετεύω, το σκάω
    ⮡  When they say us, they cleared out.
    Όταν μας είδαν το 'σκασαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αδειάζω
    ⮡  They cleared out the drawer.
    Άδειασαν το συρτάρι.
    ⮡  When was there time for the room to clear out?
    Πότε πρόλαβε και άδειασε η αίθουσα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη empty