άδειος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδειος | η | άδεια | το | άδειο |
γενική | του | άδειου | της | άδειας | του | άδειου |
αιτιατική | τον | άδειο | την | άδεια | το | άδειο |
κλητική | άδειε | άδεια | άδειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδειοι | οι | άδειες | τα | άδεια |
γενική | των | άδειων | των | άδειων | των | άδειων |
αιτιατική | τους | άδειους | τις | άδειες | τα | άδεια |
κλητική | άδειοι | άδειες | άδεια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άδειος < Κατά τον Ευάγγλο Πετρούνια στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη»[1] αδει(άζω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) κατά το άγιος < → δείτε αρχαία ελληνική ἄδεια
- Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη[2] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄδειος < ἀδειάζω (αναδρομικός σχηματισμός) < → δείτε αρχαία ελληνική ἄδεια
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ðʝos/ (με συνίζηση - συγκρίνετε με το ουσιαστικό άδεια)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δειος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άδειος, -α, -ο
- χωρίς περιεχόμενο
- ↪ το ποτήρι δεν έχει καθόλου νερό, είναι άδειο
- (για χώρους) χωρίς ανθρώπους
- (για θέση) που δεν είναι κατειλημμένος
- (μεταφορικά) χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό
- ↪ η ζωή μου είναι άδεια
- που αδειάζει, που έχει ελεύθερο χρόνο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα: προσπαθώ να εκμαιεύσω πληροφορίες, "ψαρεύω"
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άδεια (ουσιαστικό)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άδειος
Επεξεργασία
- ↑ «άδειος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «άδεια», ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.