Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpustɨ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

pusty (pl)

  1. αυτός που δεν περιέχει τίποτε, άδειος, κενός
  2. αυτός που δρα χαζά, απερίσκεπτα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία