Ετυμολογία

επεξεργασία

wypełniony < wypełniać

  Επίθετο

επεξεργασία

wypełniony (pl)

  1. συμπληρωμένος, που τον έχουν συμπληρώσει, γεμάτος
    wysłanie wypełnionej ankiety do niczego nie zobowiązuje - η αποστολή του συμπληρωμένου ερωτηματολογίου δεν υποχρεώνει σε τίποτε