↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπληρωμένος η συμπληρωμένη το συμπληρωμένο
      γενική του συμπληρωμένου της συμπληρωμένης του συμπληρωμένου
    αιτιατική τον συμπληρωμένο τη συμπληρωμένη το συμπληρωμένο
     κλητική συμπληρωμένε συμπληρωμένη συμπληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπληρωμένοι οι συμπληρωμένες τα συμπληρωμένα
      γενική των συμπληρωμένων των συμπληρωμένων των συμπληρωμένων
    αιτιατική τους συμπληρωμένους τις συμπληρωμένες τα συμπληρωμένα
     κλητική συμπληρωμένοι συμπληρωμένες συμπληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμπληρώνω

συμπληρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία