Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κένωσῐς αἱ κενώσεις
      γενική τῆς κενώσεως τῶν κενώσεων
      δοτική τῇ κενώσει ταῖς κενώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κένωσῐν τὰς κενώσεις
     κλητική ! κένωσῐ κενώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κενώσει
γεν-δοτ τοῖν  κενωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κένωσις < κενόω / κενῶ + -σις < κενός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κένωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κένωσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία