κένωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κένωσῐς | αἱ | κενώσεις |
γενική | τῆς | κενώσεως | τῶν | κενώσεων |
δοτική | τῇ | κενώσει | ταῖς | κενώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κένωσῐν | τὰς | κενώσεις |
κλητική ὦ! | κένωσῐ | κενώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κενώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κενωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κένωσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κένωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κένωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.