risorto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- risorto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | risorto | risortoj |
αιτιατική | risorton | risortojn |
risorto (eo)
- το ελατήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | risorto | risortoj |
αιτιατική | risorton | risortojn |
risorto (eo)