↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουλούρα οι κουλούρες
      γενική της κουλούρας των (κουλουρών)
    αιτιατική την κουλούρα τις κουλούρες
     κλητική κουλούρα κουλούρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλούρα < ελληνιστική κοινή κολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈlu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λού‐ρα
 
μια μπλε κουλούρα κολύμβησης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουλούρα θηλυκό

  1. η γενική ονομασία αντικείμενων κυκλικού σχήματος
  2. (τρόφιμο) το ψωμί με στρογγυλό σχήμα
    ⮡  μια κουλούρα χωριάτικη με σουσάμι, παρακαλώ
  3. το σωσίβιο
  4. το μηδέν ως βαθμός σε εξέταση
    ⮡  στο διαγώνισμα μου έβαλε μια τεράστια κουλούρα
    → δείτε τη λέξη μηδενικό
  5. η ποσότητα (συγκεκριμένη ή αόριστη) εύκαμπτου υλικού τυλιγμένου σε κυκλικό σχήμα
    ⮡  θέλω μια κουλούρα καλώδιο νιμ και μία εύκαμπτο
  6. το γαμήλιο στεφάνι· (κατ’ επέκταση) ο γάμος, η παντρειά

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βάζω την κουλούρα: παντρεύομαι ή παντρεύω άλλον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία