κουλούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουλούρα | οι | κουλούρες |
γενική | της | κουλούρας | των | (κουλουρών) |
αιτιατική | την | κουλούρα | τις | κουλούρες |
κλητική | κουλούρα | κουλούρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουλούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλούρα < ελληνιστική κοινή κολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈlu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λού‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλούρα θηλυκό
- η γενική ονομασία αντικείμενων κυκλικού σχήματος
- (τρόφιμο) το ψωμί με στρογγυλό σχήμα
- ↪ μια κουλούρα χωριάτικη με σουσάμι, παρακαλώ
- το σωσίβιο
- το μηδέν ως βαθμός σε εξέταση
- ↪ στο διαγώνισμα μου έβαλε μια τεράστια κουλούρα
- → δείτε τη λέξη μηδενικό
- η ποσότητα (συγκεκριμένη ή αόριστη) εύκαμπτου υλικού τυλιγμένου σε κυκλικό σχήμα
- ↪ θέλω μια κουλούρα καλώδιο νιμ και μία εύκαμπτο
- το γαμήλιο στεφάνι· (κατ’ επέκταση) ο γάμος, η παντρειά
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- βάζω την κουλούρα: παντρεύομαι ή παντρεύω άλλον
Μεταφράσεις επεξεργασία
σωσίβιο
→ δείτε τη λέξη σωσίβιο |
βαθμός
→ δείτε τη λέξη μηδέν |