Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουλουρίτσα οι κουλουρίτσες
      γενική της κουλουρίτσας
    αιτιατική την κουλουρίτσα τις κουλουρίτσες
     κλητική κουλουρίτσα κουλουρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλουρίτσα < κουλούρα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < μεσαιωνική ελληνική κουλούρα < (ελληνιστική κοινήκολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουλουρίτσα θηλυκό

  1. μικρή κουλούρα
    η γιαγιά μου έφτιαχνε ωραίες κουλουρίτσες
  2. (μεταφορικά) οι πατούρες στις γραμματοσειρές
    τα σέριφ είναι τα γράμματα με τις κουλουρίτσες

  Μεταφράσεις επεξεργασία