↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολλύρ αἱ κολλῦραι
      γενική τῆς κολλύρᾱς τῶν κολλυρῶν
      δοτική τῇ κολλύρ ταῖς κολλύραις
    αιτιατική τὴν κολλύρᾱν τὰς κολλύρᾱς
     κλητική ! κολλύρ κολλῦραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολλύρ
γεν-δοτ τοῖν  κολλύραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολλύρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολλύρα, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία