↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κολλῡριο-
ονομαστική τὸ κολλύριον τὰ κολλύρι
      γενική τοῦ κολλυρίου τῶν κολλυρίων
      δοτική τῷ κολλυρί τοῖς κολλυρίοις
    αιτιατική τὸ κολλύριον τὰ κολλύρι
     κλητική ! κολλύριον κολλύρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολλυρίω
γεν-δοτ τοῖν  κολλυρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολλύριον, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < κολλύρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολλύριον, -ου ουδέτερο

  1. (ιατρική) αλοιφή για χρήση στα μάτια - συνήθως σφραγιζόταν με τη σφραγίδα του γιατρού (απ' όπου η ελληνιστική σημασία)
     συνώνυμα: κόλλιξ στη σημασία: κολλύριο)
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: collyrium, νέα ελληνικά: κολλύριο
  2. (ελληνιστική σημασία) πηλός ή άλλο μίγμα στον οποίο μπορεί να αφήσει το ίχνος της σφραγίδα, για σφράγισμα επιστολής
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 42, 21 Ἀλέξανδρος ἢ Ψευδομάντις @wikisource @scaife.perseus
    ἕτερος δὲ τρόπος ὁ διὰ τοῦ λεγομένου κολλυρίου· σκευαστὸν δὲ τοῦτό ἐστιν ἐκ πίττης Βρεττίας καὶ ἀσφάλτου καὶ λίθου τοῦ διαφανοῦς τετριμμένου καὶ κηροῦ καὶ μαστίχης. ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων ἀναπλάσας τὸ κολλύριον καὶ θερμήνας πυρί͵ σιάλῳ τὴν σφραγῖδα προχρίσας ἐπετίθει καὶ ἀπέματτε τὸν τύπον.
    Άλλος τρόπος ήτο ο διά του λεγομένου κολλυρίου· κατασκευάζεται δε τούτο εκ πίσσης Βρυττίας και ασφάλτου και διαφανούς λίθου τριμμένου και κηρού και μαστίχης· εξ όλων τούτων έπλαττε το κολλύριον και το εθέρμαινεν εις την φωτιάν, το επέθετεν εις την σφραγίδα, αφού προηγουμένως την επέχριε με σίελον, και ελάμβανε τον τύπον αυτής. (Μετάφραση: Ιωάννης Κονδυλάκης Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις (μετάφραση))
  3. κουλούρι → δείτε τη λέξη κολλούριον
    ※  καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κολλύρια τοῖς τέκνοις αὐτοῦ καὶ σταφυλὴν καὶ στάμνον μέλιτος. καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ (Βασιλειών Γ' Κεφ. Α, 24θ)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κολλύριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.