Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολλύριο τα κολλύρια
      γενική του κολλύριου
κολλυρίου
των κολλύριων
κολλυρίων
    αιτιατική το κολλύριο τα κολλύρια
     κλητική κολλύριο κολλύρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άνδρας που βάζει κολλύριο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολλύριο < μεσαιωνικό: κολλύριον < αρχαία ελληνική κολλύρα + -ιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈli.ɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολλύριο ουδέτερο

  1. φαρμακευτική ουσία σε υγρή μορφή που ρίχνεται σε σταγόνες στο μάτι
  2. (παρωχημένο) κουλούρι
    ※  (καθαρεύουσα) και ἒλαβε τον ἂλευρον, καί ἐζύμωσε καί ἒκαμε κολλύρια ἒμπροσθεν αὐτοῦ καί ἒψησε τά κολλύρια (Τα Ιερά Βιβλία της Παλαιάς τε και Καινής Διαθήκης μεταφρασθέντα εκ των αρχετύπων, εν Οξονίω, α,ω΄ν΄σελ. 342 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία