κουλούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουλούρι | τα | κουλούρια |
γενική | του | κουλουριού | των | κουλουριών |
αιτιατική | το | κουλούρι | τα | κουλούρια |
κλητική | κουλούρι | κουλούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουλούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα < (ελληνιστική κοινή) κολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈlu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λού‐ρι
- τονικό παρώνυμο: Κούλουρη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλούρι ουδέτερο
- (γαστρονομία) αρτοσκεύασμα συνήθως σε στρογγυλό σχήμα και πασπαλισμένο με σουσάμι
- ↪ Ο κουλουράς φωνάζει «κουλούρια Θεσσαλονίκης!».
- για το γλύκισμα → δείτε κουλουράκι
- (μεταφορικά, εκπαίδευση) ο βαθμός μηδέν στο σχολείο ή σε εξετάσεις
Εκφράσεις επεξεργασία
Παροιμίες επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακουλούριαστος
- κουλούρα (μεγεθυντικό & σύνθετα)
- κουλουράδικο
- κουλουράκι (υποκοριστικό)
- κουλουράς
- Κούλουρη
- Κουλούρης
- κουλουρτζής
- κουλουρτζίδικο
- κουλουριάζω, κουλουριάζομαι
- κουλούριασμα
- κουλουριασμένος
- κουλουριαστός
- κουλουρίστρα
- κουλουρίτσα (υποκοριστικό)
- κουλουρού
- κόλουρος
Σύνθετα επεξεργασία
- -κούλουρο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κούλουρο στο Βικιλεξικό όπως μουστοκούλουρο, σταφιδοκούλουρο
- κουλουροπώλης
- λήγουν σε --κούλουρο, λέξεις με κουλουρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουλούρι
Πηγές επεξεργασία
- κουλούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουλούρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)