κουλουριαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουλουριαστός < κουλουριάζω + -τός
Επίρρημα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κουλουριάζω και κουλούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουλουριαστός
|
- ↑ κουλουριαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κουλουριαστός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)