Κουλούρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κουλούρη < γενική ενικού του αρσενικού Κουλούρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈlu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐λού‐ρη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουλούρη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κουλούρη αρσενικό