simit (1)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
simit < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική سمید (simit) < περσική سمید (semid, σιμιγδάλι) < αραβική سميد (samīd, σιμιγδάλι) < αραμαϊκή סְמִידָא (səmīḏā, λεπτό πλιγούρι). Ίσως η αραβική λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική σεμίδαλις, οπότε θα ήταν αντιδάνειο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ˈmit/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

simit (tr)

  1. σιμίτι
     συνώνυμα: gevrek (μόνο στη Σμύρνη)
  2. σωσίβιο
     συνώνυμα: can simidi

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.