σεμίδαλις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεμίδαλις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεμίδαλις, -εως/-ιος/-ιδος θηλυκό (σεμῐδᾱλις)
- (τρόφιμο) πολύ λεπτό (ψιλοκοσκινισμένο) αλεύρι από σιτάρι
- (τρόφιμο) σιμιγδάλι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 412 Απόσπασμα από την κωμωδία Ολκάδες, @archive.org, @poesialatina.it
- ἀράκους, πυρούς, πτισάνην, χόνδρον, ζειάς, αἴρας, σεμίδαλιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 412 Απόσπασμα από την κωμωδία Ολκάδες, @archive.org, @poesialatina.it
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: σιμιγδάλι
Πηγές
επεξεργασία- σεμίδαλις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεμίδαλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.