κόλουρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόλουρος < αρχαία ελληνική κόλουρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κόλουρος
- (γεωμετρία) (για κώνο ή πυραμίδα) που έχει κομμένη την κορυφή από επίπεδο παράλληλο με τη βάση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κόλουρος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κόλουρος
- που έχει κολοβή ή κομμένη ουρά, κολοβός