κουλουράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουλουράκι | τα | κουλουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουλουράκι | τα | κουλουράκια |
κλητική | κουλουράκι | κουλουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουλουράκι < κουλούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα < (ελληνιστική κοινή) κολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουλουράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουλούρι
- (γαστρονομία) μικρό κουλούρι
- (γαστρονομία) γλύκισμα σε διάφορα σχήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουλουράκι
|