ψωμάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμάκι | τα | ψωμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψωμάκι | τα | ψωμάκια |
κλητική | ψωμάκι | ψωμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμάκι < ψωμί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμάκι ουδέτερο
- το μικρό ψωμί