Δείτε επίσης: σπείρα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπεῖρ αἱ σπεῖραι
      γενική τῆς σπείρᾱς τῶν σπειρῶν
      δοτική τῇ σπείρ ταῖς σπείραις
    αιτιατική τὴν σπεῖρᾰν τὰς σπείρᾱς
     κλητική ! σπεῖρ σπεῖραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπεῖρ
γεν-δοτ τοῖν  σπείραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπεῖρα θηλυκό

  1. οτιδήποτε είναι στριμμένο ελικοειδώς ή είναι τυλιγμένο γύρω από κάτι, σπείρα
  2. (ειδικότερα) η κάθε έλικα τού (1)
  3. (αρχιτεκτονική) η βάση ενός κίονα ιωνικού ρυθμού
  4. (μαθηματικά)
  5. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό σώμα διακοσίων ανδρών (δύο εκατονταρχίες, διλοχία)
     συνώνυμα: λατινικά manipulus
  6. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική μονάδα σαν την κοόρτη
     συνώνυμα: λατινικά cohors
  7. σχοινί, παλαμάρι, κάλως
  8. είδος κόμμωσης
  9. (θρησκεία) ομάδα ατόμων που μετέχουν σε θρησκευτική τελετή ή λατρεία
  10. (πληθυντικός) σπεῖραι:
    1. οι καμπύλες, οι έλικες ενός ερπετού που είναι κουλουριασμένο
    2. οι καμπύλες, οι έλικες ενός σχοινιού που είναι κουλουριασμένο
    3. σπεῖραι βόειαι: λωρίδες από δέρμα βοδιού, που τύλιγαν οι πυγμάχοι γύρω από τα χέρια τους
       συνώνυμα: λατινικά caestus