εκατονταρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκατονταρχία < ελληνιστική κοινή ἑκατονταρχία < αρχαία ελληνική ἑκατοντάρχης < ἑκατόν + ἄρχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκατονταρχία θηλυκό
- (ειδικότερα) (στρατιωτικός όρος) (ρωμαϊκή ιστορία) στρατιωτικό τμήμα εκατό στρατιωτών (ως τμήμα της λεγεώνας)
- (γενικότερα) (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό τμήμα εκατό στρατιωτών
- (στρατιωτικός όρος) η διοίκηση των ως άνω τμημάτων, το αξίωμα του διοικητή τους
- ※ 25 διπλώματα ζητοῦσεν καὶ ὁ Στορνάρης, παραδειγματιζόμενος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, καὶ ἑκατονταρχίας μὲ ἀναφοράν του πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, τὰ ὁποῖα ἐπικυρώθηκαν τὴν 25ην Φεβρουαρίου, καὶ ἐτιμήθην κὶ ἐγὼ μὲ τὸν βαθμὸν τοῦ χιλιάρχου. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 25.)