ἑκατόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἑκατόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sm̥-ḱm̥tóm < *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm (< *déḱm̥: δέκα)
Αριθμητικό
επεξεργασία
ἑκατόν αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο