ως άνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαως άνω
- (λόγιο) παραπάνω, πιο πάνω
- ※ Οι λιμενικές δραστηριότητες στην ως άνω λιμενολεκάνη καθώς και η χρήση, αξιοποίηση και εκμετάλλευση για πολιτιστικούς ή άλλους συναφείς σκοπούς της ανωτέρω αναφερόμενης χερσαίας έκτασης των κρηπιδωμάτων 1, 2, 3 και 4 που παραμένει ΧΖΛ και απεικονίζεται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα Τ2 ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Οικονομικών. (http://www.opengov.gr/ynanp/?p=812)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ως άνω
|