λιμενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λιμενικός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος): ο σχετικός με λιμένα ή λειτουργίες αυτού
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιμενικός < Λιμενικό Σώμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμενικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ανήκει στο Λιμενικό Σώμα
- ※ Έγνεψε στον λιμενικό και σηκωθήκανε. «Bon Voyage», του είπε και ο λιμενικός (Μαργαρίτα Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997, σελ. 87)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπάλληλος του Λιμενικού
|