Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιλίαρχος οι χιλίαρχοι
      γενική του χιλίαρχου
χιλιάρχου
των χιλίαρχων
χιλιάρχων
    αιτιατική τον χιλίαρχο τους χιλίαρχους
χιλιάρχους
     κλητική χιλίαρχε χιλίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλίαρχος < αρχαία ελληνική χιλίαρχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiˈli.aɾ.xos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιλίαρχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία