χιλίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιλίαρχος | οι | χιλίαρχοι |
γενική | του | χιλίαρχου & χιλιάρχου |
των | χιλίαρχων & χιλιάρχων |
αιτιατική | τον | χιλίαρχο | τους | χιλίαρχους & χιλιάρχους |
κλητική | χιλίαρχε | χιλίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χιλίαρχος < αρχαία ελληνική χιλίαρχος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈli.aɾ.xos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χιλίαρχος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, ιστορία) ο επικεφαλής χιλιαρχίας, σώματος χιλίων ανδρών, διοικητής φρουράς στον (αρχαίο) στρατό
- ※ 25 διπλώματα ζητοῦσεν καὶ ὁ Στορνάρης, παραδειγματιζόμενος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, καὶ ἑκατονταρχίας μὲ ἀναφοράν του πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, τὰ ὁποῖα ἐπικυρώθηκαν τὴν 25ην Φεβρουαρίου, καὶ ἐτιμήθην κὶ ἐγὼ μὲ τὸν βαθμὸν τοῦ χιλιάρχου. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 25.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη χιλιάρχης (αρχαία ελληνική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χιλίαρχος
|