βόδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βόδι | τα | βόδια |
γενική | του | βοδιού | των | βοδιών |
αιτιατική | το | βόδι | τα | βόδια |
κλητική | βόδι | βόδια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βόδι < αρχαία ελληνική βοῦς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βόδι ουδέτερο
- (ζωολογία) μηρυκαστικό κατοικίδιο ζώο μεγάλου μεγέθους που εκτρέφεται για το κρέας ή/και το γάλα του. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν στις αγροτικές εργασίες
- το αρσενικό βόδι που ευνουχίστηκε σε νεαρή ηλικία με σκοπό την καλύτερη πάχυνση κι εργασία
- (μεταφορικά) ο δυσκίνητος και νωθρός άνθρωπος, που, λόγω της μεγάλης σωματικής του διάπλασης, δε χαρακτηρίζεται από σβελτάδα
- (μεταφορικά), (μειωτικά) ο ευτραφής
- (μεταφορικά) ο άξεστος, ο αγενής, ο αδιάκριτος
- (μεταφορικά) ο βραδύνους, ο ανόητος, ο βλάκας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κοιμάμαι σαν (το) βόδι : κοιμάμαι πάρα πολύ
- τρώω σαν (το) βόδι : τρώω πάρα πολύ
- φάγαμε το βόδι, στην ουρά θα σταματήσουμε; : προτροπή για την ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, όταν το μεγαλύτερο ή δυσκολότερο μέρος έχει ήδη επιτευχθεί