Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάχυνση οι παχύνσεις
      γενική της πάχυνσης* των παχύνσεων
    αιτιατική την πάχυνση τις παχύνσεις
     κλητική πάχυνση παχύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παχύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάχυνση < αρχαία ελληνική πάχυνσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική engraissement[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάχυνση θηλυκό

  1. η εκούσια ή ακούσια αύξηση του πάχους
  2. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παχύνω / παχαίνω

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία