πάχυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάχυνση | οι | παχύνσεις |
γενική | της | πάχυνσης* | των | παχύνσεων |
αιτιατική | την | πάχυνση | τις | παχύνσεις |
κλητική | πάχυνση | παχύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παχύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάχυνση < αρχαία ελληνική πάχυνσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική engraissement[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάχυνση θηλυκό
- η εκούσια ή ακούσια αύξηση του πάχους
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παχύνω / παχαίνω
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάχυνση
|
- ↑ πάχυνση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας