Ετυμολογία

επεξεργασία

παχύνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παχύνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παχαίνω
  2. θα παχαίνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παχαίνω