παχύνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχύνω < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Ρήμα επεξεργασία
παχύνω
- (λόγιο) άλλη μορφή του παχαίνω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παχύνω
|
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παχύνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παχαίνω
- θα παχαίνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παχαίνω