βοϊδόνευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοϊδόνευρο < βοϊδο- + νεύρο < μεσαιωνική ελληνική βούνευρον < αρχαία ελληνική βοῦς + νεῦρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοϊδόνευρο ουδέτερο
- άλλη μορφή του βούνευρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοϊδόνευρο
|