• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βούνευρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούνευρο τα βούνευρα
      γενική του βούνευρου των βούνευρων
    αιτιατική το βούνευρο τα βούνευρα
     κλητική βούνευρο βούνευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βούνευρο < μεσαιωνική ελληνική βούνευρον < αρχαία ελληνική βοῦς + νεῦρον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούνευρο ουδέτερο

  • μαστίγιο από τεντωμένο, συνεστραμμένο και ξεραμένο μόριο βοδιού ή από τον αυχενικό του τένοντα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • βοϊδόνευρο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • βοϊδόπουτσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βούνευρο
  • αγγλικά : cowhide (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βούνευρο&oldid=5462465"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 21:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 21:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας