Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοϊδόπουτσα οι βοϊδόπουτσες
      γενική της βοϊδόπουτσας των βοϊδοπουτσών
    αιτιατική τη βοϊδόπουτσα τις βοϊδόπουτσες
     κλητική βοϊδόπουτσα βοϊδόπουτσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοϊδόπουτσα < βοϊδο- (< βόιδι) + πούτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοϊδόπουτσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία