βοϊδόπουτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβοϊδόπουτσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) μαστίγιο από τεντωμένο, συνεστραμμένο και ξεραμένο μόριο βοδιού
- Κι ο δικός του, ο έτσι, το χαβά του: «Είσαι κομουνιστής, ρε;» «Όχι», απαντούσε ο Μπάμπης κι έτρωγε μια καμτσικιά στα πόδια με μια βοϊδόπουτσα. (Αλμπέρτο Εσκενάζη, Το άρωμα της πόλης)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοϊδόπουτσα
|