βόιδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βόιδι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvoi̯.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόι‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόιδι ουδέτερο
- το βόδι
- (μεταφορικά) άνθρωπος ανόητος και χωρίς ενεργητικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βόιδι
|