αυχενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααυχενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυχένα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) αυχενικό: (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αυχένας