↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυχενικός η αυχενική το αυχενικό
      γενική του αυχενικού της αυχενικής του αυχενικού
    αιτιατική τον αυχενικό την αυχενική το αυχενικό
     κλητική αυχενικέ αυχενική αυχενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυχενικοί οι αυχενικές τα αυχενικά
      γενική των αυχενικών των αυχενικών των αυχενικών
    αιτιατική τους αυχενικούς τις αυχενικές τα αυχενικά
     κλητική αυχενικοί αυχενικές αυχενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυχενικός < αυχένας + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αυχενικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον αυχένα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυχενικό: (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία